Ὀρφεία

Ὀρφεία
Ὀρφείᾱ , Ὀρφεῖος
fem nom/voc/acc dual
Ὀρφείᾱ , Ὀρφεῖος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Ὀρφείᾱ , Ὀρφεύς
Orpheus
fem nom/voc/acc dual
Ὀρφείᾱ , Ὀρφεύς
Orpheus
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”